Γενικές Πληροφορίες


Η Θράκη

ΙΣΤΟΡΙΗΣ ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ

«Ἄνδρων δὲ ὁ Ἁλικαρνασσεὺς Ὠκεανόν φησι γῆμαι β΄ γυναῖκας, Πομφολύγην καὶ Παρθενόπην, ἐξ ὧν δ΄ θυγατέρας γεννᾷ, τῆς μὲν Ἀσίαν και Λιβύην, Θράκην δὲ τῆς ἑτέρας καὶ Εὐρώπην, ἀφ’ ὧν λέγει καὶ κληθῆναι τὰς χώρας» SCHEER Eduardus (rec.) Lycophronis Alexandra, vol. II, apud Weidmannos, Berolini MDCCCCVIII, σελ. 289.

(Ο Άνδρων από την Αλικαρνασσό λέει για τον Ωκεανό ότι συζεύχθηκε με δύο γυναίκες, την Πομφολύγη και την Παρθενόπη με τις οποίες γέννησε τέσσερις θυγατέρες, την Ασία και τη Λιβύη με την πρώτη και τη Θράκη και την Ευρώπη με τη δεύτερη, από τις οποίες, λέγει, ονομάσθηκαν έτσι οι χώρες).

Ο χώρος της γεωγραφικής ενότητας της Θράκης, τα όρια της οποίας αλλάζουν κατά την πορεία του ιστορικού χρόνου, αποτελεί μία από τις περιοχές στις οποίες ακμάζει ο ελληνισμός. Κατά την ύστερη αρχαιότητα εκτεινόταν από το Δούναβη μέχρι το Αιγαίο και από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι την κοιλάδα του ποταμού Στρυμόνα, μειούμενη αργότερα εδαφικά από δυσμάς προς την κοιλάδα του ποταμού Νέστου. Οι αρχαίοι κάτοικοι της Θράκης, ινδοευρωπαϊκής καταγωγής όπως και οι Έλληνες και στενά συγγενικοί μαζί τους, ήταν γνωστοί στους τελευταίους ως Θράκες (ιωνικά: Θρήικες), και οι διάφορες φυλές τους (Οδρύσες, Βήσσοι ή Βέσσοι, Κίκονες, Μοισοί, Τριβαλλοί, Σαπαίοι κ.ά.) εκτείνονταν μέχρι τις Μοραβικές Πύλες (σημερινή νότια Τσεχία). Σύμφωνα με τις αρχαίες πηγές (Βακχυλίδης, Γαληνός, Εκαταίος ο Μιλήσιος, Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Ξενοφάνης κ.ά.), οι αρχαίοι Θράκες είχαν κόκκινα ή ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια, χαρακτηριστικά που ακόμη συναντά κανείς στους σημερινούς Πομάκους. Η παρουσία των Θρακών μαρτυρείται στην περιοχή από το 1000 π.Χ. Θράκες κατοικούσαν και στις περιοχές της Σερβίας (αναμεμιγμένοι με Κέλτες, οι φυλές των Σκορδίσκων και των Ταυρίσκων) και των Σκοπίων.
Με την περιοχή της Θράκης συνδέονται οι μυθοθρησκευτικές μορφές του Διονύσου, της Ευρυδίκης και του Ορφέα. Σημαντικοί Έλληνες που κατάγονταν από τη Θράκη ήταν ο ρήτορας Πρωταγόρας, ο φιλόσοφος Δημόκριτος και ο μαθητής του, μαθηματικός Βίων ο Αβδηρίτης, οι φιλόσοφοι Διογένης ο Απολλωνιάτης και Ανάξαρχος, ο ιστορικός Ιερώνυμος Καρδίας, και, στη νεώτερη εποχή, οι λογοτέχνες Γεώργιος Βιζυηνός και Κώστας Βάρναλης, ο διακεκριμένος νομικός Αλέξανδρος Καραθεοδωρή, εκπρόσωπος του Οθωμανικού Κράτους στο Συνέδριο του Βερολίνου (1878), οι μεγάλοι ευεργέτες Γρηγόριος Μαρασλής, διατελέσας και δήμαρχος Οδησσού, και Γεώργιος Ζαρίφης, ο κορυφαίος μαθηματικός Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή κ.ά.
Οι εύφορες πεδιάδες της, οι πλούσιες σε αλιεύματα θάλασσές της και ο ορυκτός της πλούτος προσήλκυσαν πολύ νωρίς τους νότιους Έλληνες και από τον 7ο αι. π.Χ. μια σειρά από ελληνίδες πόλεις ιδρύθηκαν στα παράλια του Αιγαίου και του Ευξείνου Πόντου. Tα Άβδηρα, η Μαρώνεια, η Μεσημβρία (σήμερα Νέσεμπαρ), η Πέρινθος (πλησίον του σημερινού Μάρμαρα Ερεγλισί), η Σηστός (πλησίον του σημερινού Ετζέαμπατ), το Βυζάντιον (αργότερα Κωνσταντινούπολις, σήμερα Ιστάμπουλ), η Οδησσός (σήμερα Αντιέσσα), η Φιλιππούπολη (σήμερα Πλόβντιφ), η Αγχίαλος (σήμερα Πομόριε), η Διονυσόπολις (σήμερα Μπάλτσικ) είναι μερικά μόνο από τα πολύ γνωστά κέντρα ανάπτυξης του ελληνικού στοιχείου εκείνη την εποχή.
Τον 4ο π.Χ. αιώνα ο Φίλιππος Β΄ προσαρτά το έδαφός της στο βασίλειο των Μακεδόνων.
Αιώνες αργότερα, κατά την πρώιμη περίοδο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (Βυζαντινής), η περιοχή νοτίως του Αίμου υπάγεται διοικητικά στη Διοίκηση Θράκης. Με την εμφάνιση του διοικητικού συστήματος των θεμάτων, στο δεύτερο μισό του 7ου αιώνα, καθορίζεται το Θέμα Θράκης το οποίο αρχικά περιελάμβανε όλα τα ευρωπαϊκά εδάφη ανατολικά του ποταμού Στρυμόνα. Λόγω της γεωγραφικής της θέσης αναγνωρίζεται ως ιδιαίτερης γεωστρατηγικής, γεωπολιτικής και γεωοικονομικής σημασίας χώρος, αποτελεί το κέντρο του τότε κόσμου, στο έδαφός της βρίσκεται η έδρα του Κράτους, η Κωνσταντινούπολη και κατά καιρούς δέχεται επιδρομές από διάφορα φύλα, Γότθους, Ούννους, Αβάρους κ.ά.
Ένα νέο φύλο, οι Βούλγαροι, που εμφανίζεται στην περιοχή έχοντας διαβεί το φυσικό σύνορο του Δούναβη και καταλάβει τμήμα της βορειοανατολικής Βαλκανικής (τέλη 7ου-αρχές 8ου αιώνα), διεκδικεί για το νεοσυσταθέν βασίλειό του το έδαφος της Θράκης από τους Ανατολικορωμαίους (Βυζαντινούς). Κατά τον 9ο και 10ο αιώνα ο χώρος της θα καταστεί πεδίο συγκρούσεων μεταξύ των δύο.
Κατά τα μέσα του 14ου αιώνα η διάβαση του Ελλήσποντου και η κατάληψη της Καλλίπολης από τους Οθωμανούς θα οδηγήσουν στη σταδιακή επικράτησή τους στο χώρο της, γεγονός που θα οριστικοποιηθεί με την Άλωση της Βασιλεύουσας Πόλης (1453).
Έκτοτε, η οθωμανική κυριαρχία θα συνεχισθεί μέχρι τις συνοριακές ανακατατάξεις του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Μετά το Ρωσοθωμανικό Πόλεμο (1877-78), ως αποτέλεσμα των αποφάσεων του Συνεδρίου του Βερολίνου (1878), αρχίζει ο κερματισμός (τελικά τριχοτόμηση) της γεωγραφικής της ενότητας. στη λωρίδα μεταξύ των δύο οροσειρών, του Αίμου και της Ροδόπης, θα συσταθεί η βραχύβια Ηγεμονία της Ανατολικής Ρωμυλίας. Αυτή, λίγο αργότερα, θα προσαρτηθεί στη Βουλγαρική Ηγεμονία. Μετά το γεγονός αυτό, οι Έλληνες της περιοχής, σταδιακά, εγκαταλείπουν τις εστίες τους και καταφεύγουν στο νότιο Τμήμα της Θράκης.
Το Οθωμανικό Κράτος θα συνεχίσει να ελέγχει το νότιο τμήμα της γεωγραφικής ενότητας μέχρι την περίοδο των πολεμικών αναμετρήσεων στα Βαλκάνια (1912-1913). Η νίκη των βαλκάνιων συμμάχων θα έχει ως αποτέλεσμα το νέο εδαφικό κερματισμό της και το κλάσμα δυτικά του ποταμού Έβρου θα παραχωρηθεί (1913), βάσει των Συνθηκών, στο Βασίλειο της Βουλγαρίας. Το 1919, μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1918), αφού η Βουλγαρία παραιτήθηκε επισήμως των δικαιωμάτων της επ’ αυτού (Συνθήκη του Νεϊγύ), το ίδιο αυτό κλάσμα θα τεθεί για σύντομο χρονικό διάστημα, υπό τον έλεγχο μικτής στρατιωτικής δύναμης εκ των νικητών συμμάχων (Διασυμμαχική Διοίκηση).
Το Μάιο του 1920 η Διασυμμαχική Διοίκηση θα παραδώσει στην Ελληνική και μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών (Αύγουστος 1920) το σύνολο σχεδόν του νότιου τμήματος της Θράκης, το προς Βορρά οριζόμενο από τις οροσειρές της Ροδόπης και της Στράντζας, πλην μικρής λωρίδας εδάφους προ της Κωνσταντινουπόλεως, θα παραχωρηθεί από τους συμμάχους στο Ελληνικό Βασίλειο.
Η κατάληξη του Μικρασιατικού Πολέμου (1919-1922) θα έχει ως αποτέλεσμα την αναθεώρηση των αποφάσεων των Σεβρών στη Λωζάννη. Βάσει της υπογραφείσας ομώνυμης Συνθήκης το έδαφος του νότιου τμήματος της γεωγραφικής της ενότητας διχοτομείτο και πάλι και μοιραζόταν μεταξύ των δύο μερών, της Ελλάδος και της Τουρκίας, με τον ποταμό Έβρο ως σύνορο μεταξύ των δύο χωρών.
Σύμφωνα με τη Σύμβαση VI που περιελήφθη στην ίδια Συνθήκη και αφορούσε την ανταλλαγή των πληθυσμών (βάσει του θρησκεύματός τους) μεταξύ της Τουρκίας και της Ελλάδος στη Θράκη παρέμεινε ο μουσουλμανικός πληθυσμός της (όπως χαρακτηρίζεται και γίνεται δεκτός ως τέτοιος από τα δύο συμβαλλόμενα μέρη στο επίσημο γαλλικό κείμενο της Συμβάσεως, άρθρο 1), ο εγκατεστημένος σε αυτήν πριν την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου (1913), ενώ στην Κωνσταντινούπολη ο ελληνικός ορθόδοξος πληθυσμός της (όπως χαρακτηρίζεται και γίνεται επίσης δεκτός ως τέτοιος στο ίδιο κείμενο) που ήταν εγκατεστημένος εκεί πριν την υπογραφή της Ανακωχής του Μούδρου (1918). Η φιλόξενη θρακική γη θα δεχθεί αριθμό προσφύγων και ανταλλαξίμων, Ελληνορθοδόξων (Ρωμιών) από την Ανατολή και την άλλη πλευρά του Έβρου, Αρμενίων καθώς και μικρό αριθμό Μουσουλμάνων (κυρίως Κιρκασίων) και, πλούσια καθώς είναι, θα παράσχει τη δυνατότητα, μετά την εγκατάσταση, για την αποκατάστασή τους.
Ενσωματωμένη στο εθνικό κορμό της χώρας η Θράκη θα συνεχίσει την πορεία της στο χρόνο απρόσκοπτα μέχρι τη στιγμή που ξεσπά ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η εκδήλωση της επίθεσης της ναζιστικής Γερμανίας (6 Απριλίου 1941) στο βόρειο σύνορο της Ελλάδος θα εστιάσει και στο ανατολικό του τμήμα. Οι Ταξιαρχίες Νέστου και Έβρου, δεχόμενες την επίθεση από βουλγαρικού εδάφους, προ του εχθρού θα διεκδικήσουν σπιθαμή προς σπιθαμή το έδαφός της. Τα εμπλεκόμενα πεζικά τμήματα των επιτιθεμένων θα καθηλωθούν από τους υπερασπιστές της γραμμής Μεταξά στους υποτομείς Εχίνου (Ξάνθη) και Νυμφαίας (Κομοτηνή) και θα υποστούν απρόβλεπτη φθορά ψυχών και μέσων. Τα δύο οχυρά ανασκάπτονται κυριολεκτικά από τον όγκο πυρών που δέχονται από εδάφους και αέρος. Μετά τρεις ημέρες τιτάνιου αγώνα η Θράκη, όπως και η υπόλοιπη βόρεια Ελλάδα, υποκύπτει και θα γνωρίσει τη διπλή κατοχή.
Σύμμαχος του Άξονα η Βουλγαρία θα αναλάβει με τις ένοπλες δυνάμεις της τον έλεγχό της (προσάρτηση) από το Στρυμόνα μέχρι τη γραμμή Αλεξανδρούπολη-Σβίλενγκραντ και θα την περιλάβει στην 4η περιοχή της επικράτειάς της (Στάρα Ζαγόρα – Πλόβντιφ – Μπελομόρε), ενώ οι Γερμανοί θα αναπτύξουν δυνάμεις τους στη μεθόριο ζώνη δυτικά του ποταμού Έβρου. Κατά την περίοδο αυτή, που θα διαρκέσει μέχρι το 1944, θα υποστεί ακόμη μία απώλεια. Θ’ αποχωριστεί τον ιουδαϊκό πληθυσμό της ο οποίος θα συγκεντρωθεί από τις αρχές κατοχής και θα υποχρεωθεί στο γνωστό ταξίδι του, χωρίς επιστροφή.
Οι Θρακιώτες θα διέλθουν με καρτερία και αυτή τη δυσκολία και μετά την απελευθέρωση, από τη δεκαετία του ’50, άνεμος αναδημιουργίας θα φυσήξει και πάλι στην ακριτική τους γη.

Η ΘΡΑΚΗ ΣΗΜΕΡΑ
Η Θράκη, μαζί με την Ανατολική Μακεδονία, συνιστούν σήμερα μία από τις διοικητικές περιφέρειες του Ελληνικού Κράτους με πρωτεύουσα την Κομοτηνή και πληθυσμό 608.182 κατοίκους (ΕΛΣΤΑΤ απογραφή 2011). Βρίσκεται στο βορειοανατολικό ηπειρωτικό τμήμα της χώρας και γειτνιάζει προς βορράν με τη Βουλγαρία και προς ανατολάς με την Τουρκία, με τις οποίες συνδέεται οδικώς και σιδηροδρομικώς.
Έχει έκταση 8.578 τετραγωνικά χιλιόμετρα και ο πληθυσμός της ανέρχεται σε 371.208 κατοίκους (ΕΛΣΤΑΤ απογραφή 2011). Διοικητικά διαιρείται σε τρεις περιφερειακές ενότητες (Ξάνθης, Ροδόπης και Έβρου) με πρωτεύουσες την Ξάνθη, την Κομοτηνή και την Αλεξανδρούπολη αντίστοιχα. Πόλεις και κώμες με πληθυσμό μεγαλύτερο των 2.000 κατοίκων είναι τα Κιμμέρια, ο Κένταυρος, ο Εχίνος, το Σέλερο (Νομός Ξάνθης), οι Σάπες, ο Ίασμος (Νομός Ροδόπης), η Ορεστιάδα, το Διδυμότειχο, οι Φέρες, το Σουφλί και το Τυχερό (Νομός Έβρου).
Περιλαμβάνει σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους όπως των Αβδήρων, της Μαρωνείας, της Μεσημβρίας, της Σαμοθράκης κ.ά., χαρακτηρίζεται από υψηλής αισθητικής φυσικά τοπία όπως η κοιλάδα του ποταμού Νέστου, το ορεινό συγκρότημα της Ροδόπης, το συγκρότημα των θρακικών λιμνών και λιμνοθαλασσών, τα θρακικά Τέμπη και το δέλτα του ποταμού Έβρου, περιλαμβάνει έναν από τους πιο γνωστούς εθνικούς δρυμούς της χώρας, αυτόν του δάσους της Δαδιάς, στον οποίο ζουν προστατευόμενα είδη αρπακτικών πτηνών από τα σπανιότερα στην Ευρώπη καθώς και εξαιρετικής σημασίας υδροβιοτόπους που προστατεύονται από διεθνείς συνθήκες και οργανισμούς.
Η Κομοτηνή

 

ΒΡΑΧΥΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΣΥΝΕΚΔΗΜΟΣ
Αρχαιολογικά ευρήματα που ανάγονται χρονικά στο 2ο μ.Χ. αιώνα (ρωμαϊκοί χρόνοι) επιτρέπουν τη διατύπωση της άποψης ότι οικιστική παρουσία υφίσταται στην περιοχή από τότε. Από τον γνωστό ιστορικό-λαογράφο Στίλπωνα Κυριακίδη (1888-1964) πληροφορούμαστε ότι το παλαιότερο ιστορικό μνημείο της Κομοτηνής είναι το, κατά τμήμα του σήμερα σωζόμενο, φρούριο. Κατασκευή των τελών του 4ου μ.Χ. αιώνα [ανατολικορωμαϊκοί (βυζαντινοί) χρόνοι], φαίνεται ότι αποτελούσε σημείο σταθμού και φύλαξης της Εγνατίας Οδού. Ο κομοτηναίος Καθηγητής διατυπώνει την άποψη ότι τον πρώτο πυρήνα του πολίσματος που θα αναπτυχθεί σταδιακά εντός αυτού συνιστούσαν τα κτίσματα που χρησιμοποιούντο από τη φρουρά του και αυτά που φιλοξενούσαν τους ταξιδιώτες. Ο ίδιος εκτιμά ότι η απουσία αναφορών γι’ αυτό στις πηγές υποδηλώνει ότι τους επόμενους αιώνες παρέμενε ένας χωρίς ιδιαίτερη σημασία οικισμός. Διοικητικά υπαγόταν στο Θέμα Μακεδονίας και από τον 9ο αιώνα στο Θέμα Βολερού.
Ο εγκατεστημένος στο πόλισμα πληθυσμός πρέπει να αυξάνεται μετά την καταστροφή, κατά τον 13ο αιώνα, της γειτονικής Μοσυνοπόλεως (παλαιότερα ονομαζόταν Μαξιμιανούπολις) από τις ορδές του τσάρου των Βουλγάρων Ιβάν Α΄ (Καλοϊωάννη), όταν δηλαδή οι κάτοικοί της καταφεύγουν στην ασφάλεια του φρουρίου (13ος και 14ος αιώνας).
Το τοπωνύμιό του μας παραδίδεται τον 14ο αιώνα από τους Ιωάννη ΣΤ’ Καντακουζηνό και Νικηφόρο Γρηγορά. Ο πρώτος το μνημονεύει ως Κουμουτζηνά ενώ ο δεύτερος ως Κομοτινά ή Κομοτηνή, με επικρατέστερο, σύμφωνα με τον Κυριακίδη, αυτό του Καντακουζηνού. Εκείνη την περίοδο και πριν την άλωση του από τους Οθωμανούς το φρούριο των Κουμουτζηνών θα περιληφθεί μεταξύ των περιοχών της Θράκης όπου εκτυλίσσονται οι εσωτερικές συγκρούσεις των Ανατολικορωμαίων (Βυζαντινών) οι σχετικές με το ζήτημα των δυναστικών ερίδων και τη διαδοχή στο θρόνο που ταλάνισαν την αυτοκρατορία και μείωσαν δραστικά την ισχύ της.
Ο Γκαζί Εβρενός Μπεγ (Χριστιανός αρνησίθρησκος που υπηρέτησε στον οθωμανικό στρατό) θα το καταλάβει το 1361 ή το 1363 και για μικρό χρονικό διάστημα θα καταστήσει το φρούριο-πόλισμα έδρα του. Αρχίζει έτσι η περίοδος της οθωμανοκρατίας κατά τη διάρκεια της οποίας ο πληθυσμός του θα αυξηθεί με τη μεταφορά και εγκατάσταση επήλυδων Μουσουλμάνων από τα εδάφη που ήλεγχαν οι Οθωμανοί στην Ανατολή. Οι Χριστιανοί κάτοικοι θα συνεχίσουν να ζουν στον εσωτερικό του φρουρίου χώρο και οι Μουσουλμάνοι, που τώρα εμφανίζονται και ως κάτοικοι, να αναπτύσσονται οικιστικά έξω από αυτό.
Απογραφή του 1519 αναφέρει την ύπαρξη 393 νοικοκυριών και 197 ανύμφευτων Μουσουλμάνων, 42 νοικοκυριών, έξι ανύμφευτων Χριστιανών και οκτώ χηρευουσών ομοθρήσκων τους και 19 νοικοκυριών και πέντε ανύμφευτων Ιουδαίων, σύνολο πληθυσμού περί τις 2.500 άτομα. Από άλλες πηγές πληροφορούμαστε ότι οι τελευταίοι ήταν Σεφαρδίτες (πρόσφυγες από την Ισπανία) στην καταγωγή. Το φρούριο με τον εσωτερικό και εξωτερικό οικισμό του, που έχει ήδη μετονομασθεί σε Γκιουμουλτζίνε (από το τοπωνύμιο Κουμουτζηνά), αποκτά σταδιακά χαρακτηριστικά και μέγεθος κώμης.
Γνωστός από το έργο του «Ταξιδιωτικό Βιβλίο» αλλά και από τις υπερβολές που περιλαμβάνει σε πολλά σημεία σε αυτό, ο οθωμανός περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή την επισκέπτεται το 1667-1668. Μας πληροφορεί για την ύπαρξη 16 συνοικιών-ενοριών και 4.000 οικιών, 400 καταστημάτων και 17 πανδοχείων.
Μνημεία που διασώζονται σήμερα στην πόλη της Κομοτηνής επιτρέπουν να ισχυρισθούμε ότι κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα η κώμη ενισχύεται πληθυσμιακά με την αρμενική παρουσία. Από τις αρχές του 19ου αιώνα αυτή μαρτυρείται πλέον και σε γραπτά κείμενα.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα η κώμη αναπτύσσεται και, μετά τη διοικητική αναδιοργάνωση του κράτους βάσει του νέου νόμου για τις γενικές διοικήσεις (βιλαγιάτ) στη δεκαετία του ’60, καθίσταται έδρα ομώνυμης Διοίκησης (Λιβά-ι Γκιουμουλτζίνε) που υπαγόταν διοικητικά στη Γενική Διοίκηση (Βιλαγιέτ) Αδριανούπολης (Εντίρνε). Περί τα τέλη του αιώνα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Γενικής Διοίκησης Αδριανούπολης για το σύνολο του πληθυσμού της κεντρικής (ομωνύμου) Υποδιοίκησης (Καζά-ι Γκιουμουλτζίνε), αυτός ανερχόταν σε 67.341 άτομα {Ρωμιοί, Μουσουλμάνοι, Αρμένιοι, Ιουδαίοι και Εξαρχικοί (προσήλυτοι στην ιδρυθείσα Βουλγαρική Ορθόδοξη Εκκλησία)}. Από τη ίδια πηγή καθίσταται γνωστό ότι στην έδρα της Υποδιοικήσεως, την κώμη της Γκιουμουλτζίνε, ο πληθυσμός των θρησκευτικών-εθνικών της κοινοτήτων (μιλέλ) -Ρωμιοί, Μουσουλμάνοι, Αρμένιοι, Ιουδαίοι και Αθίγγανοι-, ζούσε εγκατεστημένος σε 26 αμιγείς ή μικτές πληθυσμιακά συνοικίες-ενορίες. Την ίδια χρονική περίοδο θα αποκτήσει σιδηροδρομικό σταθμό και θα συνδεθεί με το σιδηροδρομικό δίκτυο.
Πολύ σύντομα, εντός του χρονικού ορίζοντα της πρώτης εικοσαετίας του 20ού αιώνα, οι εξελίξεις στο ρέοντα ιστορικό χρόνο θα μεταβάλουν τις μέχρι τότε επικρατούσες συνθήκες. Κατά τη διάρκεια του Βαλκανοθωμανικού Πολέμου (1912-1913), στις 8/21 Νοεμβρίου 1912, δύναμη του αποσπάσματος Κίρτζαλι εισέρχεται στην κώμη η οποία θα τεθεί υπό βουλγαρική διοίκηση. Όταν η βαλκανική συμμαχία διαρρηγνύεται και εκδηλώνεται η μεταξύ των τέως συμμάχων σύγκρουση, στις 14/27 Ιουλίου του 1913, θα εισέλθει σε αυτή ο ελληνικός στρατός και θα τη θέσει υπό ελληνική διοίκηση (στρατιωτική). Σύντομα όμως οι ελληνικές δυνάμεις θα αποσυρθούν, σύμφωνα με τις αποφάσεις του Συνεδρίου του Βουκουρεστίου και τους όρους της ομώνυμης Συνθήκης (28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913), στο ορισθέν σύνορο δυτικά του ποταμού Νέστου.
Οι Νεότουρκοι από την οθωμανική πρωτεύουσα και από την Αδριανούπολη, σε μία προσπάθεια ν’ ανατρέψουν τις αποφάσεις του Βουκουρεστίου και να αποτρέψουν την παραχώρηση στη Βουλγαρία του τμήματος της Θράκης δυτικά του ποταμού Έβρου, φοβούμενοι ωστόσο τις αντιδράσεις των Ευρωπαϊκών Δυνάμεων προς μία απροκάλυπτη στρατιωτική τους ενέργεια, θα επιχειρήσουν να προκαλέσουν τετελεσμένο γεγονός μεθοδεύοντας τη διείσδυση σε αυτό δυνάμεων του οθωμανικού στρατού ως «εθελοντών» ώστε να το θέσουν έτσι υπό τον έλεγχό τους. Στην κώμη εισέρχεται τμήμα τους στις 31 Αυγούστου. Ακολούθως, εκεί, ανακηρύσσεται η βραχύβια -η μηδέποτε και υπό μηδενός αναγνωρισθείσα- «Προσωρινή (ή, αργότερα, «Αυτόνομη») Κυβέρνηση Δυτικής Θράκης», την οποία όμως ελέγχουν αξιωματικοί του στρατού από το χώρο των Νεοτούρκων. Ωστόσο, η αντίδραση των Ευρωπαίων και διμερής Συνθήκη (ειρήνης) της Κωνσταντινούπολης που, ακολούθως, υπεγράφη μεταξύ του Βουλγαρικού και Οθωμανικού Κράτους στις 29 Σεπτεμβρίου 1913, υποχρέωσαν το δεύτερο να ακυρώσει το σχεδιασμό του.
Στα τέλη Οκτωβρίου 1913 ο ως άνω αναφερόμενος χώρος προσαρτάται στο Βουλγαρικό Βασίλειο και η κώμη καθίσταται έδρα διοικητικής περιφέρειας/νομού του. Η βουλγαρική παρουσία θα διαρκέσει μέχρι λίγο μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Την περίοδο της Διασυμμαχικής Διοίκησης (1919-1920) ο εκπρόσωπος των συμμάχων – Διοικητής, υποστράτηγος Τσαρλς Αντουάν Σαρπύ, διατηρεί σε αυτή την έδρα του.
Στις 14 Μαΐου 1920, μετά από εξαιρετική προπαρασκευή από τον εκπρόσωπο της Ελληνικής Κυβέρνησης στη Διασυμμαχική Διοίκηση Θράκης Χαρίσιο Βαμβακά και από επιτυχημένες διπλωματικές διαβουλεύσεις μεταξύ του Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και των συμμάχων επί του θέματος, η διοίκηση παραδίδεται από τον υποστράτηγο Σαρπύ στον υποστράτηγο Επαμεινώνδα Ζυμβρακάκη.
Η κώμη, ως Κομοτηνή από τότε, εκτός μικρού χρονικού διαστήματος κατά το οποίο η έδρα της ελληνικής διοίκησης μεταφέρεται στην Αδριανούπολη (1920-1922), αποτελεί το κέντρο του εναπομείναντος στην Ελλάδα τμήματος της γεωγραφικής ενότητας στη Θράκης. Αρχίζει να επεκτείνεται οικιστικά με την έλευση των προσφύγων και να εξελίσσεται σε πόλη.
Στην πορεία της στο χρόνο θα διέλθει ακόμη μίας τρικυμίας. Τη νύκτα της 6ης προς 7η Απριλίου 1941καταλαμβάνεται από γερμανικές δυνάμεις πεζικού που εισβάλλουν από τις ορεινές ατραπούς του Παπικίου Όρους. Από τις 20 Απριλίου εμφανίζονται στην περιοχή βουλγαρικές στρατιωτικές δυνάμεις. Στις 5 Μαΐου οι Γερμανοί παραδίδουν τη στρατιωτική και πολιτική διοίκηση στους συμμάχους τους. Οι κάθε είδους αρχές της πόλης αντικαθιστώνται από Βουλγάρους. Το Μάρτιο του 1943 τίθεται σε εφαρμογή το σχέδιο σύλληψης και εκτοπισμού όλων των Ιουδαίων των ισραηλιτικών κοινοτήτων της βουλγαρικής ζώνης κατοχής. Η Κομοτηνή χάνει έτσι για πάντα ένα κομμάτι της ιστορίας της. Οι βουλγαρικές κατοχικές δυνάμεις θα εγκαταλείψουν την πόλη τον Οκτώβριο του 1944.
Μετά την απελευθέρωση, από τη δεκαετία του ’50, θα αρχίσει και πάλι να αναπτύσσεται και σύντομα θα αναλάβει τη θέση της ως σημαντικό εμπορικό-οικονομικό κέντρο της Βορείου Ελλάδος. Συνάμα, θα παραμείνει και διοικητικό κέντρο της Θράκης.
Τη δεκαετία του 1990 θα έρθουν να προστεθούν στον πληθυσμό της οι διπλοπρόσφυγες πόντιοι ομοεθνείς από διάφορες περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης που εγκαταστάθηκαν στην πόλη σε ένα νέο συνοικισμό, αυτόν της Νέας Μοσυνο[ύ]πολης.

Η ΚΟΜΟΤΗΝΗ ΣΗΜΕΡΑ
Η Κομοτηνή είναι μια από τις μεγάλες επαρχιακές πόλεις της Ελλάδος, με πληθυσμό 50.990 κατοίκους (ΕΛΣΤΑΤ απογραφή 2011). Είναι κτισμένη σε θέση επίπεδη και σε υψόμετρο από 28 έως 35 μέτρα από την επιφάνεια της θάλασσας, στη μέση μιας καταπράσινης πεδιάδας που περιβάλλεται από τη δασώδη οροσειρά της Ροδόπης και τις ακτές του Αιγαίου Πελάγους.
Είναι έδρα εκτεταμένου δήμου (Δήμος Κομοτηναίων) με πληθυσμό 66.919 κατοίκους (ΕΛΣΤΑΤ απογραφή 2011), της Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας & Θράκης και του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου, της Περιφερειακής Ενότητας Ροδόπης και αποτελεί το διοικητικό, οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο της Θράκης. Επίσης στην πόλη έχουν την έδρα τους η Ιερά Μητρόπολις Μαρωνείας και Κομοτηνής, η ΧΧΙ Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία (Πίνδος), η 29η Ταξιαρχία Πεζικού και η Σχολή Αστυφυλάκων.
Η αλματώδης ανάπτυξή της κατά τις τελευταίες δεκαετίες σχετίζεται άμεσα με την παρουσία και λειτουργία του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου. Σήμερα είναι μία από τις μεγάλες φοιτητουπόλεις και φιλοξενεί φοιτητές από όλες τις περιοχές της χώρας μας καθώς και αλλοδαπούς που έρχονται εδώ μέσω της δυνατότητας των ανταλλαγών που τους παρέχει το πρόγραμμα Erasmus.
Το αστικό της περιβάλλον συνδυάζει την ύπαρξη των σύγχρονων κατασκευών με την παρουσία πολλών ιστορικών κτισμάτων. Το παρατηρητικό βλέμμα του επισκέπτη μπορεί να διακρίνει την «διαδρομή» της Ιστορίας σε πολλά σημεία της. Στο κέντρο της διασώζεται τμήμα του ανατολικορωμαϊκού (βυζαντινού) φρουριακού τειχίσματος (4ος μ.Χ. αιώνας), το συγκρότημα του πτωχοκομείου (ιμαρέτ), ένα από τα παλαιότερα και σε εξαιρετικά καλή κατάσταση σωζόμενα οθωμανικά μνημεία στο χώρο της Βαλκανικής (τέλη 14ου αιώνα, σήμερα Εκκλησιαστικό Μουσείο της Ιεράς Μητροπόλεως Μαρώνειας και Κομοτηνής), το μονότρουλλο Νέο Τέμενος (Γενί Τζαμί, αρχές 17ου αιώνα), ο Μητροπολιτικός Ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (αρχές 19ου αιώνα), η αρμενική εκκλησία η αφιερωμένη στον Άγιο Ιερομάρτυρα της Μεγάλης Αρμενίας και Φωτιστή Γρηγόριο (Σουρπ Κρικόρ Λουσαβορίτς, 1834), το μέγαρο της Ελληνικής Αστικής Σχολής, επιβλητικό οικοδόμημα της τελευταίας περιόδου του εκλεκτικισμού, δωρεά του καπνεμπόρου και καπνοβιομηχάνου Νέστωρος Τσανακλή που κάποτε φιλοξένησε την Πρυτανεία του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου, το μέγαρο της Λέσχης Κομοτηναίων και το παλιό κονάκι, το οθωμανικό διοικητήριο που αργότερα χρησιμοποιήθηκε για να στεγάσει τα δικαστήρια της πόλης.
Στη συνοικία του Αγίου Γεωργίου με τα λιθόστρωτα στενά δρομάκια και τα σωζόμενα αρχοντικά, από τον 19ο αιώνα ακόμη, θα απαντήσει την οικονομική ευρωστία της ρωμέϊκης παρουσίας στην οθωμανοκρατούμενη κώμη. Στην παλιά αγορά, μέσα στα αρώματα από τα βότανα, το φρεσκοψημένο στραγάλι και τον φρεσκοαλεσμένο καφέ, το μάτι του θα παίξει με τα χρώματα από τα μπαχαρικά, τα ποτά και τα γλυκίσματα της Ανατολής και σίγουρα θα πέσει και στα εναπομείναντα «ντουκιάνια», τα συνήθως στενά, διώροφα και μονόχωρα καταστήματα χρόνων αλλοτινών. Λίγο παρακάτω, στο δημοτικό κήπο, το «πάρκο», μπορεί να «κρυφτεί» στη σκιά των ψηλών δένδρων του και να «ξεχαστεί» στη θέα των νερών του και στη δροσιά των σιντριβανιών του.
Κι αν είναι βαδιστής καλός μα και της φύσης εραστής θα μαγευτεί διαβαίνοντας το αισθητικό δάσος της Νυμφαίας στη βόρεια πλευρά της πόλης και θα ξαποστάσει, λίγο ψηλότερα, στο τουριστικό περίπτερο από τη βεράντα του οποίου μπορεί ν’ αγναντέψει όλο τον κάμπο μέχρι τη θάλασσα.
Χρώματα, αρώματα, γεύσεις και γλώσσες διάφορες, Ελληνικά, Τουρκικά, Πομακικά, Ρομανί, Αρμενικά, Ρωσικά, Βουλγαρικά· ένας Εύξεινος Πόντος σε σμίκρυνση είναι η λαϊκή αγορά, το «παζάρι» των Κομοτηναίων, που λειτουργεί κάθε Σάββατο στην άκρη της πόλης και που κάθε λογής αγαθά προσφέρονται για κάθε βαλάντιο.
Οι κλιματικές συνθήκες που επικρατούν στην πόλη σχετίζονται με το θρακικό ανάγλυφο και είναι περίπου ίδιες με αυτές της υπόλοιπης βόρειας Ελλάδος. Ακραία καιρικά φαινόμενα δεν παρατηρούνται, οι βροχοπτώσεις είναι σχετικά συχνές κατά τους χειμερινούς μήνες, ενώ ψυχρότεροι εξ αυτών είναι ο Ιανουάριος και ο Φεβρουάριος.

ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΘΕΡΜΟΚΡΑΣΙΑ 24ΩΡΟΥ (oC)
ΙΑΝ. ΦΕΒ. ΜΑΡ. ΑΠΡ. ΜΑΙ. ΙΟΥΝ. ΙΟΥΛ. ΑΥΓ. ΣΕΠ. ΟΚΤ. ΝΟΕ. ΔΕΚ.
Κομοτηνή 4,8 6,2 8,6 13,1 13,4 23,0 25,5 25,0 20,6 15,2 10,8 7,0
Αθήνα* 10,3 10,6 12,3 16,0 20,7 25,4 28,1 28,0 24,3 19,6 15,4 12,0

ΜΕΣΗ ΜΗΝΙΑΙΑ ΤΑΧΥΤΗΤΑ ΑΝΕΜΟΥ (m/s)
ΙΑΝ. ΦΕΒ. ΜΑΡ. ΑΠΡ. ΜΑΙ. ΙΟΥΝ. ΙΟΥΛ. ΑΥΓ. ΣΕΠ. ΟΚΤ. ΝΟΕ. ΔΕΚ.
Κομοτηνή 3,2 3,2 3,3 2,8 2,6 2,7 3,2 3,4 3,2 3,2 2,5 2,8
Αθήνα 3,9 4,0 3,8 3,3 3,1 3,3 3,9 4,0 3,6 3,7 3,4 3,8

ΜΕΣΟΣ ΜΗΝΙΑΙΟΣ ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΗΣ ΑΙΘΡΙΟΤΗΤΑΣ (Kt.)
ΙΑΝ. ΦΕΒ. ΜΑΡ. ΑΠΡ. ΜΑΙ. ΙΟΥΝ. ΙΟΥΛ. ΑΥΓ. ΣΕΠ. ΟΚΤ. ΝΟΕ. ΔΕΚ.
Κομοτηνή 0,40 0,42 0,45 0,51 0,55 0,60 0,61 0,62 0,59 0,53 0,45 0,41
Αθήνα 0,44 0,47 0,48 0,53 0,57 0,62 0,63 0,64 0,60 0,54 0,49 0,44
Πηγή: ΥΠΕΚΑ, Κλιματικά Δεδομένα Ελληνικών Περιοχών, Αθήνα 2010, σελ. 19, 38, 44.
*Οι τιμές της Αθήνας αναφέρονται στην περιοχή του Ελληνικού.

Η συγκοινωνία από και προς την πόλη είναι καθημερινή και πραγματοποιείται με όλα τα μέσα μαζικής μεταφοράς, τον ΟΣΕ (δύο δρομολόγια από και προς τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, βλ. http://tickets.trainose.gr), το ΚΤΕΛ (δύο δρομολόγια από και προς τη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, βλ. http://www.ktelrodopis.gr) και με αεροπλάνο από τον αερολιμένα Αλεξανδρούπολης (65 χλμ) ή τον αερολιμένα Χρυσούπολης (80 χιλ.). Η Κομοτηνή απέχει (οδική απόσταση) από την Αθήνα 751,69 χλμ, από τη Θεσσαλονίκη 251,90 χλμ, από το Βόλο 456,41 χλμ τα Ιωάννινα 510,81 χλμ, την Πάτρα (μέσω Ιωαννίνων) 717,93 χλμ και την Τρίπολη 895,74 χλμ.

Το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Το Πανεπιστήμιο της Θράκης ιδρύθηκε το 1973 με το ν.δ. υπ’ αριθ. 87 της 27 Ιουλίου.
Έδρα του ορίσθηκε η πόλη της Κομοτηνής και ονομάστηκε Δημοκρίτειο προς τιμήν του έλληνα προσωκρατικού φιλοσόφου Δημόκριτου του Αβδηρίτη.
Άρχισε να λειτουργεί το 1974 με μία Σχολή, την Πολυτεχνική (Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών), στην Ξάνθη και ένα Τμήμα, της Νομικής, στην Κομοτηνή. Τον επόμενο χρόνο άρχισε να λειτουργεί το Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών (Πολυτεχνική Σχολή) στην Ξάνθη.
Από τότε μέχρι σήμερα, κατά χρονολογική σειρά, ιδρύθηκαν και λειτουργούν τα παρακάτω τμήματα:

1977 (ν. 641/22 Ιουλίου 1977) το Τμήμα Ιατρικής στην Αλεξανδρούπολη, που άρχισε να λειτουργεί από το 1985.
1982 (ν. 1268/82 άρθρο 46) το Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης και το Παιδαγωγικό Τμήμα Νηπιαγωγών στην Αλεξανδρούπολη. Το πρώτο άρχισε να λειτουργεί το 1986 και το δεύτερο το 1987.
1983 (π.δ. 465/83) το Τμήμα Επιστήμης Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού στην Κομοτηνή, που άρχισε να λειτουργεί από το 1984.
1990 (π.δ. 149/90) το Τμήμα Ιστορίας και Εθνολογίας στην Κομοτηνή, που άρχισε να λειτουργεί από το 1991.
1993 (π.δ. 365/93) τα τμήματα: α. Μηχανικών Περιβάλλοντος στην Ξάνθη (Πολυτεχνική Σχολή), που άρχισε να λειτουργεί από το 1995, β. Ελληνικής Φιλολογίας στην Κομοτηνή, που άρχισε να λειτουργεί από το 1995.
1994 (π.δ. 304/94) το Τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης στην Κομοτηνή, που άρχισε να λειτουργεί από το 1996.
1998 (π.δ. 32/98) η Σχολή Επιστημών Αγωγής η οποία συμπεριέλαβε τα δύο ήδη λειτουργούντα Τμήματα Δημοτικής Εκπαίδευσης και Νηπιαγωγών, στην Αλεξανδρούπολη.
1999 (π.δ. 208/99) τα τμήματα: α. Αρχιτεκτόνων Μηχανικών στην Ξάνθη (Πολυτεχνική Σχολή), που άρχισε να λειτουργεί το έτος 1999-2000, β. Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος και Φυσικών Πόρων και γ. Αγροτικής Ανάπτυξης στην Ορεστιάδα που άρχισαν να λειτουργούν το ακαδημαϊκό έτος 1999-2000, δ. Μοριακής Βιολογίας και Γενετικής στην Αλεξανδρούπολη και άρχισε να λειτουργεί το ακαδημαϊκό έτος 2000-2001 και ε. (π.δ. 202/99) το Τμήμα Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων και Ανάπτυξης, στην Κομοτηνή, που άρχισε να λειτουργεί το έτος 1999-2000.
2000 (π.δ. 90/2000) τα τμήματα: α. Μηχανικών Παραγωγής και Διοίκησης στην Ξάνθη (Πολυτεχνική Σχολή) και β. Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού Παρευξείνιων Χωρών στην Κομοτηνή, που άρχισαν να λειτουργούν το ακαδημαϊκό έτος 2000-2001.

Το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, όπως όλα τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας μας, έχει ως αποστολή να παράγει και να μεταδίδει τη γνώση με την έρευνα και τη διδασκαλία, να καλλιεργεί τα γράμματα και τις τέχνες, να συντελεί στη διαμόρφωση υπεύθυνων πολιτών με επιστημονική, κοινωνική, πολιτιστική και πολιτική συνείδηση, να παρέχει τα απαραίτητα εφόδια που θα εξασφαλίζουν την άρτια κατάρτισή τους για την επιστημονική και την επαγγελματική τους σταδιοδρομία, να συμβάλει στην αντιμετώπιση των κοινωνικών, πολιτιστικών και αναπτυξιακών αναγκών του τόπου.
Ως Ανώτατο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα είναι Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου, με πλήρη αυτοδιοίκηση. Εποπτεύεται και επιχορηγείται από την Πολιτεία δια του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Τη Διοίκησή του, από την ίδρυσή του μέχρι το 1978, άσκησαν πενταμελείς επιτροπές που τις αποτελούσαν Καθηγητές άλλων Πανεπιστημίων. Οι επιτροπές αυτές διαχειρίστηκαν τα οικονομικά του και ασχολήθηκαν με την οργάνωση των Σχολών, τον καθορισμό του τρόπου λειτουργίας του αλλά και με τη συγκρότηση της διοίκησης και της διαχείρισής του.
Από το 1978 η Διοίκηση του Πανεπιστημίου περιήλθε στα δικά του όργανα που εκλέχθηκαν από τη Γενική Συνέλευση των Τακτικών Καθηγητών και αποτέλεσαν την πρώτη του Σύγκλητο.